σοκακάς

σοκακάς
ο
θηλ. σοκακού και σοκακιάρα (λ. τουρκ.), αυτός που γυρίζει στα σοκάκια: Αυτή η σοκακού δε συμμαζεύεται στο σπίτι της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σοκακάς — ο, θηλ. σοκακού, Ν αυτός που γυρίζει στα σοκάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοκάκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σοκακιάρης — ο, θηλ. σοκακιάρα, Ν αυτός που γυρίζει στους δρόμους, σοκακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοκάκι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αλαν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”